- περιμέλας
- -αινα, -αν, ΝΑνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο περιμέλαςζωολ. παλαιά ονομασία είδους δεκάποδου μαλακίουαρχ.πολύ μαύρος, κατάμαυρος («περιμέλας ὄνος).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + μέλας «μαύρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.